- καθυφίσταμαι
- καθυφ-ίσταμαι, [tense] pf. inf. καθυφεστάναιA to be really existent, Jul.Or.5.163d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καθυφίσταμαι — (Α) υφίσταμαι πραγματικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑφ ίσταμαι] … Dictionary of Greek
καθυπόστασις — καθυπόστασις, ἡ (Α) [καθυφίσταμαι] ιδιαίτερη, ατομική υπόσταση … Dictionary of Greek
καθυπόστατος — καθυπόστατος, ον (Μ) [καθυφίσταμαι] ο ενωμένος σε μια υπόσταση … Dictionary of Greek